journeyman$41718$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

journeyman$41718$ - translation to ελληνικό

TERM WITH VARIED MEANINGS IN AMERICAN/BRITISH ENGLISH
Journeyman (football); Journeyman footballer; Journeyman (boxing); Journeyman quarterback; Journeyman (sport)

journeyman      
n. ειδικευμένος τεχνίτης, έμμισθος τεχνίτης

Ορισμός

journeyman
(journeymen)
If you refer to someone as a journeyman, you mean that they have the basic skill which their job requires, but are not very talented or original. (JOURNALISM)
Douglas was a 29-year-old journeyman fighter, erratic in his previous fights.
N-COUNT: oft N n

Βικιπαίδεια

Journeyman (sports)

In American English, a journeyman or journeywoman is an athlete who is technically competent but unable to excel. The term is used elsewhere (such as in British and Australian contexts) to refer to a professional sportsman who plays for numerous clubs during his career. In Britain, the term is also used derogatorily, along with mercenary, to refer to players who join various affluent clubs purely in search of higher contractual payouts rather than to further their career; usually clubs which they would likely never join otherwise.